Ο όρος οστική λοίμωξη χαρακτηρίζει την εγκατάσταση μικροβίων στον οστίτη ιστό, η οποία συνοδεύεται από εκδήλωση παθολογικών φαινομένων.
Η οστική λοίμωξη μπορεί να είναι οξεία με έντονες τοπικές φλεγμονώδεις αντιδράσεις όχι μόνο από το οστούν, αλλά και από τα γύρω μαλακά μόρια (μύες, περιτονίες, υποδόρειοι ιστοί, δέρμα), ή χρόνια με πιο ήπιες τοπικές αντιδράσεις. Αν η οστική λοίμωξη και η αντίστοιχη τοπική φλεγμονή αφορά κυρίως στο φλοιώδες τμήμα του οστού, την ονομάζουμε οστεΐτιδα, ενώ αν αφορά και τον ενδαυλικό χώρο, όπου ευρίσκεται ο μυελός των οστών, την ονομάζουμε οστεομυελίτιδα. Επίσης, ανάλογα με τον τρόπο εισόδου του μικροοργανισμού στο οστούν, διακρίνουμε τις οστικές λοιμώξεις σε μετατραυματικές, σε μετεγχειρητικές και σε αιματογενείς.
ΔΡΑΣΗ ΜΙΚΡΟΒΙΩΝ – ΑΝΤΙΔΡΑΣΗ ΙΣΤΩΝ
Για να προκύψει μόλυνση του οστού και των γύρω μαλακών μορίων, να γίνει δηλαδή αποικισμός με μικροοργανισμούς είτε από το περιβάλλον είτε από την μικροβιακή χλωρίδα της επιδερμίδας και των βλεννογόνων, χρειάζεται να υπάρξουν κατάλληλες και ευνοϊκές συνθήκες. Τέτοιες συνθήκες διαμορφώνονται, όταν, μετά από κάκωση ή χειρουργικό τραύμα, αναστέλλεται η προστατευτική λειτουργία του δέρματος και όταν από τον τραυματισμό των ιστών προκληθεί τοπική ισχαιμία και μείωση της βιολογικής άμυνας του οργανισμού. Έτσι η μόλυνση εξελίσσεται σε λοίμωξη, η πορεία της οποίας εξαρτάται από διάφορους παράγοντες, που σχετίζονται είτε με τη δράση των μικροβίων, είτε με την αντίδραση του πάσχοντος οργανισμού.
Η πρώτη ανταπόκριση του οργανισμού στο τραύμα και στη μόλυνση, είναι η οξεία φλεγμονώδης αντίδραση, η οποία ονομάζεται και αντίδραση οξείας φάσεως. Αυτή, αρχικά συνίσταται σε αγγειοδιαστολή και μετανάστευση στη περιοχή της βλάβης, πολυμορφοπύρηνων λευκοκυττάρων και μακροφάγων με φαγοκυτταρικές ιδιότητες. Παράλληλα πρωτεΐνες από κατεστραμμένα βακτηρίδια, που δρουν σαν αντιγόνα εκτίθενται στην κυτταρική επιφάνεια των μακροφάγων και ενεργοποιούν ειδική μικροβιοκτόνο δράση των λεμφοκυττάρων (δράση αντισωμάτων) έναντι των συγκεκριμένων βακτηρίων. Επίσης τα μακροφάγα παράγουν κυτταρικούς διαβιβαστές, τις κυτταροκίνες, που προάγουν διάφορες λειτουργίες του ανοσοποιητικού συστήματος.
Η ιατρική παρέμβαση έρχεται να επηρεάσει την όλη εξέλιξη με προληπτικά μέτρα και με την, κατά περίπτωση θεραπευτική αγωγή. Στοιχειώδες μέσο πρόληψης έναντι των λοιμώξεων αποτελεί η υποστήριξη και ενίσχυση υποσιτισμένων και αδύναμων βιολογικά ατόμων, με καλή διατροφή και χορήγηση λευκωμάτων. Το ίδιο σημαντικό προληπτικό μέτρο είναι και η αναζήτηση, αναγνώριση και αντιμετώπιση οποιονδήποτε παθολογικών καταστάσεων, που σχετίζονται με μειωμένη αμυντική ικανότητα του οργανισμού.
ΚΛΙΝΙΚΕΣ ΜΟΡΦΕΣ ΛΟΙΜΩΞΕΩΝ
Σε κλινικό επίπεδο, οι βασικές παθολογικές οντότητες, που σχετίζονται με λοιμώξεις του ερειστικού συστήματος είναι:
Οξεία αιματογενής οστεομυελίτιδα
Μετατραυματική και μετεγχειρητική οστική λοίμωξη
Χρόνια οστεομυελίτιδα
Σηπτική αρθρίτιδα
Ιδιαίτερη κλινική κατηγορία οστικής λοίμωξης αποτελούν οι μετεγχειρητικές λοιμώξεις, μετά από χειρουργικές επεμβάσεις, που έχουν τοποθετηθεί εμφυτεύματα (υλικά οστεοσύνθεσης ή ενδοπροθέσεις). Επίσης, ειδική κλινική οντότητα αποτελεί η φυματίωση των οστών και αρθρώσεων.
ΟΞΕΙΑ ΑΙΜΑΤΟΓΕΝΗΣ ΟΣΤΕΟΜΥΕΛΙΤΙΔΑ
ΕΠΙΔΗΜΙΟΛΟΓΙΑ
Είναι η πιο συχνή οστική λοίμωξη στα παιδιά, ενώ είναι σχετικά σπάνια στους ενήλικες. Η διασπορά και η εγκατάσταση των μικροβίων στα οστά γίνεται αιματογενώς από μικροβιαιμία, που έχουν προκαλέσει σηπτικές εστίες και λοιμώξεις άλλων ιστών (αμυγδαλίτιδες, ωτίτιδες, δοθιήνες κ.λ.π.). αφορά κυρίως αγόρια νηπιακής ηλικίας με συνηθέστερους μικροοργανισμούς το χρυσίζοντα σταφυλόκοκκο (85-90%), το στρεπτόκοκκο (4-7%), τον αιμόφιλο της γρίπης (2-4%) και σπανιότερα διάφορα αρνητικά Gram μικρόβια, τα οποία όμως τα τελευταία χρόνια εμφανίζουν αυξητική τάση.
ΠΑΘΟΦΥΣΙΟΛΟΓΙΑ
Τα κυκλοφορούντα βακτηρίδια εγκαθίστανται στις περιοχές των μεταφύσεων των μακρών αυλοειδών οστών, με μεγαλύτερη συχνότητα στη κνήμη, στο μηρό και στο βραχιόνιο. Η μειωμένη ανοσία των παιδιών, σε συνδυασμό με τη βραδεία κυκλοφορία στα κολποειδή του σπογγώδους οστού των μεταφύσεων, προσφέρουν κατάλληλο έδαφος, για την εγκατάσταση και τον πολλαπλασιασμό των μικροβίων. Εξελισσομένη η λοίμωξη από την οξεία στη χρονία φάση, διαβρώνει την οστική μάζα της περιοχής, επεκτείνεται προς το φλοιώδες τμήμα, το οποίο και τελικά διασπά. Το παραγόμενο πύον εκρέει προς τα έξω διαπερνώντας περιόστεο, μύες περιτονίες και δέρμα και έτσι δημιουργούνται τα χαρακτηριστικά πυώδη συρίγγια. Επέκταση της λοιμώξεως από τη μετάφυση στην επίφυση δε συμβαίνει, διότι ο συζευκτικός χόνδρος στον αναπτυσσόμενο σκελετό των παιδιών αποτελεί αδιαπέραστο φραγμό. Εξαίρεση αποτελεί η άνω μετάφυση του μηριαίου και του βραχιονίου, που εμπεριέχονται στις αντίστοιχες αρθρικές κοιλότητες του ισχίου και του ώμου.
ΔΙΑΓΝΩΣΗ
Υποψία της οξείας αιματογενούς οστεομυελίτιδας τίθεται σε κάθε παιδί που παραπονείται για έντονο πόνο σε ένα μέλος του, ιδιαίτερα, όταν συνοδεύεται από πυρετό και από το ιστορικό αναφέρεται ότι υπήρχε στο προηγούμενο χρονικό διάστημα άλλη σηπτική εστία, η οποία είχε πλημμελή αντιμετώπιση. Κλινικά το παιδί εμφανίζει εντοπισμένη ευαισθησία στη περιοχή της προσβεβλημένης μεταφύσεως, η οποία είναι ερυθρή, ζεστή και οιδηματώδης. Το πάσχον μέλος εμφανίζει δυσλειτουργία, το παιδί φυλάει το άκρο του και η παρακείμενη άρθρωση εμφανίζει περιορισμένο εύρος κίνησης λόγω επώδυνου ερεθισμού υμένος.
Η ΤΚΕ και η CRP βρίσκεται αυξημένη καθώς και τα λευκά αιμοσφαίρια. Οι ακτινογραφίες τις πρώτες μέρες είναι χωρίς ευρήματα και μόνο τη 7η ή 10η μέρα μπορεί να δείξουν τοπική οστική αραίωση και περιοστική αντίδραση. Η επιβεβαίωση της διαγνώσεως γίνεται με τη παρακέντηση της πάσχουσας περιοχής και θετική καλλιέργεια του ληφθέντος δείγματος.
ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ
Τα βασικά θεραπευτικά μέσα είναι κλινοστατισμός, ακινησία μέλους και άμεση, μέσα στα δυο πρώτα 24ωρα, χορήγηση αντιβιοτικών ευρέως φάσματος (κεφαλοσπορίνες 1ης ή 2ης γενεάς, ή συνδυασμός κοτριμοξαζόλης με φουσιδικό οξύ). Η σωστή επιλογή των αντιβιοτικών επιβεβαιώνεται με τις καλλιέργειες πύου και η χορήγησή τους συνεχίζεται για διάστημα 4-6 εβδομάδες.
ΜΕΤΑΤΡΑΥΜΑΤΙΚΗ – ΜΕΤΕΓΧΕΙΡΗΤΙΚΗ ΟΣΤΕΟΜΥΕΛΙΤΙΔΑ
Ονομάζεται η οστική λοίμωξη, η οποία οφείλεται σε μόλυνση τραύματος, μετά από ανοικτό κάταγμα, ενώ μετεγχειρητική, αυτή που προκαλείται από χειρουργικές επεμβάσεις στα οστά. Τα πιο συχνά παθογόνα βακτηρίδια είναι ο επιδερμικός και ο χρυσίζων σταφυλόκοκκος, καθώς και τα διάφορα νοσοκομειακά στελέχη.
ΠΑΘΟΦΥΣΙΟΛΟΓΙΑ
Η μόλυνση είναι δυνατόν να ξεκινά από τα μαλακά μόρια και να ακολουθεί η επινέμηση της στο οστούν ή να αρχίζει απ’ ευθείας στο οστούν, με άμεσο ενοφθαλμισμό μικροβίων. Η παρουσία αιματώματος, νεκρών χώρων καθώς και ισχαιμικών ή νεκρωτικών ιστών ευνοεί την εγκατάσταση και εξέλιξη της μολύνσεως. Επιπροσθέτως η τοπική αμυντική ικανότητα του οργανισμού, επηρεάζεται αρνητικά και από διάφορους άλλους παράγοντες, όπως το κάπνισμα τον αλκοολισμό, τον υποσιτισμό, καθώς και τη χρόνια χορήγηση κορτιζόνης ή άλλων ανοσοκατασταλτικών ουσιών.
ΚΛΙΝΙΚΗ ΕΙΚΟΝΑ
Η μόλυνση του τραύματος αν ξεκινά από τα μαλακά μόρια εκδηλώνεται με έντονα τοπικά συμπτώματα άλγους, ερυθρότητας και θερμότητας. Τα συμπτώματα αυτά είναι λιγότερο εμφανή και η διάγνωση ιδιαίτερα δύσκολη, εάν η μόλυνση έχει γίνει απ’ ευθείας στο οστούν. Και στις δυο περιπτώσεις η κλινική εικόνα συμπληρώνεται με την εμφάνιση πυρετού και κακουχίας, ενώ από πλευράς εργαστηριακών ευρημάτων τα λευκά αιμοσφαίρια, η ΤΚΕ και η C-αντιδρώσα πρωτεΐνη παραμένουν σε υψηλά επίπεδα, χωρίς να εμφανίζουν πτωτική τάση. Συνήθως το τραύμα εμφανίζει εκροή και η καλλιέργεια του εκκρίματος βοηθά στην ταυτοποίηση του μικροβίου και την ευαισθησία του στα αντιβιοτικά. Στην οξεία φάση οι ακτινογραφίες δεν παρουσιάζουν ιδιαίτερα ευρήματα.
ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ – ΕΞΕΛΙΞΗ
Πρέπει να γίνει έγκαιρα μέσα στις πρώτες 2-3 βδομάδες, μετά τον τραυματισμό ή τη χειρουργική επέμβαση. Αυτή συνίσταται σε επανειλημμένους χειρουργικούς καθαρισμούς, χορήγηση καταλλήλων αντιβιοτικών, έλεγχο της σταθερότητας της οστεοσυνθέσεως, εφ’ όσον υπάρχει κάταγμα και ταχεία κάλυψη του εκτεθειμένου οστού με καλής αγγειώσεως μυϊκούς και δερματικούς κρημνούς. Αν η αρχική μόλυνση δεν αντιμετωπισθεί, τότε η εγκατάσταση των παθογόνων μικροοργανισμών στο οστούν θα εξελιχθεί σε χρόνια οστεομυελίτιδα με την τυπική παθολογοανατομική κλινική και ακτινολογική εικόνα.
ΧΡΟΝΙΑ ΟΣΤΕΟΜΥΕΛΙΤΙΔΑ
Αποτελεί την τελική εξέλιξη κάθε οστικής μολύνσεως, είτε αυτή είναι αιματογενής είτε εξωγενής, εάν δεν αντιμετωπισθεί με επιτυχία κατά την αρχική φάση.
ΠΑΘΟΦΥΣΙΟΛΟΓΙΑ
Η σηπτική εστία εντοπισμένη σε κάποιο σημείο του οστού επεκτείνεται προοδευτικά στις γειτονικές περιοχές, ιδίως όπου υπάρχει περιορισμένη αιμάτωση και περιορισμένη άμυνα. Η υπάρχουσα τοπική ισχαιμία επιτείνεται και από τη θρομβωτική δράση των τοξινών των μικροβίων. Έτσι δημιουργούνται ανάγγεια νεκρά τμήματα οστού, τα οποία ονομάζονται απολύματα. Ο οργανισμός στη προσπάθειά του να απομονώσει τη σηπτική εστία και τα απολύματα, τα περιχαρακώνει, σχηματίζοντας μια αντιδραστική πυκνωτική ζώνη, την ονομαζόμενη νεκροθήκη. Η νεκροθήκη έχει έναν ή περισσότερους πόρους, από όπου ξεκινούν τα πυώδη συρίγγια, τα οποία περνώντας μέσα από τα μαλακά μόρια εκβάλλουν στην επιφάνεια του δέρματος.
ΚΛΙΝΙΚΗ ΕΙΚΟΝΑ
Τα τοπικά κλινικά ενοχλήματα στη χρόνια φάση είναι μειωμένης εντάσεως, με κύριο χαρακτηριστικό τη μόνιμη ή περιοδική εκροή πύου από συριγγώδη πόρο. Το υπερκείμενο της σηπτικής εστίας δέρμα, γύρω από το συριγγώδη πόρο, είναι λεπτό, ουλώδες, προσκολλημένο στο οστούν και ευαίσθητο στους τραυματισμούς. Η πορεία της χαρακτηρίζεται από εξάρσεις και υφέσεις. Όταν υπάρχει αναζωπύρωση, εκδηλώνεται με βύθιο νυχτερινό πόνο, αυξημένη εκροή πύου, αυξημένη τοπική θερμότητα και ερυθρότητα και μέτρια πυρετική κίνηση. Εργαστηριακώς υπάρχει μικρή αύξηση των λευκών αιμοσφαιρίων, με πολυμορφοπυρηνικό τύπο και μέτρια αύξηση της ΤΚΕ και CRP.
Η ακτινολογική εικόνα είναι χαρακτηριστική. Το οστούν εμφανίζεται πεπαχυμένο, με διαυγαστικές περιοχές, που αντιπροσωπεύουν τις κοιλότητες που έχουν προκαλέσει οι σηπτικές εστίες και οι οποίες περιβάλλονται από ζώνες σκληρυντικού πυκνωτικού οστού. Αν υπάρχει απόλυμα, αυτό διακρίνεται μέσα σε μια οστική κοιλότητα. Αντίστοιχη είναι η ακτινολογική εικόνα και στη περίπτωση που η χρόνια οστεομυελίτιδα οφείλεται σε ανοικτό κάταγμα, το οποίο αν δεν έχει πωρωθεί, θα εμφανίζει επί πλέον και τα ακτινολογικά ευρήματα της σηπτικής ψευδάρθωσης.
ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ
Η συντηρητική θεραπεία με μακρόχρονη χορήγηση αντιβιοτικών σπάνια επιτυγχάνει πλήρη και μόνιμη καταπολέμηση της σηπτικής εστίας. Το μόνο που επιτυγχάνεται με την αντιβίωση είναι ο έλεγχος των αναζωπυρώσεων, περιορίζοντας ή σταματώντας για μικρό χρονικό διάστημα την πυώδη ροή.
Ο ευρύς χειρουργικός καθαρισμός, αποτελεί την πλέον αποδοτική μέθοδο αντιμετωπίσεως κάθε οστικής λοιμώξεως. Σε περίπτωση που η οστική λοίμωξη καταλαμβάνει μεγάλη έκταση ή υπάρχει σηπτική ψευδάρθρωση, τότε επιβάλλεται η αφαίρεση μεγάλου οστικού τμήματος μήκους αρκετών εκατοστών, που να περιλαμβάνει όλη τη σηπτική ουσία ή τη σηπτική ψευδάρθρωση
ΣΗΠΤΙΚΗ ΑΡΘΡΙΤΙΔΑ
Ονομάζεται η εγκατάσταση μικροοργανισμών μέσα σε αρθρική κοιλότητα, η οποία εξελίσσεται σε λοίμωξη και παραγωγή πύου (πύαρθρο). Η είσοδος των μικροβίων μπορεί να γίνει αιματογενώς, μέσω της κυκλοφορίας, κατά συνέχεια ιστού, από επινέμηση παρακείμενης οστεομυελιτιδικής εστίας, μετά από τραυματισμό, που θα φέρει σε επικοινωνία την άρθρωση με το εξωτερικό περιβάλλον και ιατρογενώς, μετά από αρθρική παρακέντηση.
Όπως σε κάθε άλλη οστική λοίμωξη και στις σηπτικές αρθρίτιδες, ο διαβήτης, η χρόνια χορήγηση κορτιζόνης, καθώς κα οι επανειλημμένες χειρουργικές επεμβάσεις στην άρθρωση, αποτελούν βασικούς προδιαθεσικούς παράγοντες. Οι αρθρώσεις που συνήθως προσβάλλονται είναι το γόνατο, το ισχίο και ο ώμος.
ΠΑΘΟΦΥΣΙΟΛΟΓΙΑ
Αρχικά η είσοδος των μικροβίων μέσα στη άρθρωση προκαλεί οξεία φλεγμονώδη αντίδραση από τον αρθρικό υμένα, ο οποίος γίνεται υπεραιμικός και εξοιδημένος. Λευκοκύτταρα μακροφάγα και λεμφοκύτταρα συρρέουν στη περιοχή και παράγεται εξίδρωμα, ινική και πύον, που συγκεντρώνονται μέσα στην αρθρική κοιλότητα και αναμειγνύονται με το αρθρικό υγρό. Η τοξική δράση των μικροβίων προκαλεί θρομβώσεις στη μικροκυκλοφορία, με αποτέλεσμα να δημιουργούνται νεκρωτικές περιοχές στον υμένα και έτσι να ευνοείται η εξάπλωση της λοιμώξεως. Ο αρθρικός χόνδρος υφίσταται και αυτός καταστροφές, ενώ ο αρθρικός υμένας είναι πλέον ρικνωμένος, ουλώδης και δυστροφικός.
ΚΛΙΝΙΚΗ ΕΙΚΟΝΑ
Η πάσχουσα άρθρωση, εφ’ όσον είναι επιφανειακή (γόνατο, ώμος) είναι οιδηματώδης και εξέρυθρη. Η κίνηση της άρθρωσης και η φόρτιση του μέλους είναι επώδυνες. Συνήθως προϋπάρχει ιστορικό άλλης σηπτικής εστίας, τραυματισμού ή ιατρικής παρακέντησης. Τα τοπικά σημεία συνοδεύονται από πυρετό, κακουχία και σηπτική κατάσταση. Η εμπειρική και βραχείας διάρκειας λήψη αντιβιοτικών χαμηλώνει την ένταση των συμπτωμάτων, με κίνδυνο την καθυστέρηση στη διάγνωση και στη έναρξη της σωστής αγωγής, ενώ η λοίμωξη στην άρθρωση εξελίσσεται και προκαλεί μη αναστρέψιμες βλάβες.
Οι βασικές εργαστηριακές εξετάσεις αίματος θα δείξουν αυξημένο αριθμό λευκών και άνοδο της ΤΚΕ και CRP. Η πλέον απαραίτητη εξέταση αφορά στον έλεγχο του αρθρικού υγρού μετά από παρακέντηση της αρθρώσεως πριν χορηγηθούν αντιβιοτικά. Μακροσκοπικώς είναι θολό, οροπυώδες ή πυώδες. Στη μικροβιολογική και βιοχημική εξέταση του αρθρικού υγρού ευρίσκεται αυξημένος αριθμός πολυμορφοπύρηνων λευκοκυττάρων και πυοσφαιρίων, ενώ το σάκχαρο είναι ιδιαίτερα χαμηλό.
Ακτινολογικά ευρήματα δεν υπάρχουν στην αρχική φάση, αργότερα οι ακτινογραφίες θα δείξουν την καταστροφή των αρθρικών επιφανειών με στένωση του μεσαρθρίου διαστήματος και οστική αραίωση του υποχονδρίου οστού.
ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ
Η πρώιμη διάγνωση και η έγκαιρη και άμεση έναρξη της θεραπευτικής αγωγής με αντιβιοτικά ευρέος φάσματος είναι δυνατό να ελέγξει τη λοίμωξη, πριν δημιουργήσει μόνιμες και μη αναστρέψιμες βλάβες.
Καθυστέρηση της αντιμετώπισης για 3-4 μέρες και ανάλογα με την ένταση της σηπτικής καταστάσεως, επιβάλλει την ανοικτή ή αρθροσκοπική χειρουργική επέμβαση, προκειμένου να γίνει εκκένωση της αρθρώσεως από το πυον, πλύση και ενδεχομένως και υμενεκτομή. Σε κάθε περίπτωση η χορήγηση αντιβιοτικών διαρκεί για διάστημα 6-8 εβδομάδων, μέχρι να πέσουν σε φυσιολογικά επίπεδα η ΤΚΕ και η CRP
ΒΡΟΥΚΕΛΛΩΣΗ
Είναι μια σπάνια αλλά και πολύ σοβαρή αιτία υποξείας ή χρόνιας κοκκιωματώδους φλεγμονής των οστών και των αρθρώσεων. Τρία είδη του οργανισμού συναντώνται στους ανθρώπους: Brucella melitensis (αίγες), B. Suis (χοίροι), B. Abortus (βοοειδή).
Οι ασθενείς που προσβάλλονται είναι συνήθως αγρότες, συνήθως σε χώρες γύρω από τη Μεσόγειο και σε μερικές περιοχές της Αφρικής και της Ινδίας. Ο οργανισμός εισβάλλει στο σώμα με κατανάλωση μολυσμένων προϊόντων γάλακτος ή σε ορισμένες περιπτώσεις άμεσα δια μέσου του δέρματος ή των βλεννογόνων. Ο οργανισμός οδηγείται διαμέσου των λεμφαγγείων από το αίμα σε πιο απομακρυσμένες εστίες
ΠΑΘΟΛΟΓΙΑ
Εστίες φλεγμονής μπορεί να εντοπιστούν σε οστά (συχνά οι σπόνδυλοι) ή στον υμένα μεγάλων αρθρώσεων. Η χαρακτηριστική βλάβη είναι ένα χρόνιο φλεγμονώδες κοκκίωμα, με διήθηση στρογγυλών κυττάρων και γιγαντοκυττάρων. Μπορεί να συμβεί μια κεντρική νέκρωση και τυροειδοποίηση, που οδηγεί στο σχηματισμό ενός αποστήματος
ΚΛΙΝΙΚΗ ΕΙΚΟΝΑ
Ο ασθενής παρουσιάζεται συνήθως με πυρετό, πονοκέφαλο και γενικευμένη κακουχία που ακολουθείται από αρθραλγίες και πόνο στη πλάτη. Η αρχική νόσος μπορεί να είναι οξεία και θορυβώδης. Πιο συχνά όμως αρχίζει ύπουλα και αναπτύσσεται ασυμπτωματικά μέχρι να εμφανιστούν τα συμπτώματα σε μια μεγάλη άρθρωση (συχνά ισχίο ή το γόνατο) ή Σπονδυλική Στήλη. Η άρθρωση είναι επώδυνη, εξοιδημένη και ευαίσθητη. Οι κινήσεις είναι περιορισμένες, ενώ υπάρχει και τοπική ευαισθησία στη ράχη. Η συστηματική νόσος ακολουθεί μια φυσική πορεία με εναλλαγές περιόδων πυρετού και άλλων φαινομενικής βελτίωσης. Η διάγνωση συνήθως καθυστερεί πολύ και δεν τίθεται παρά μόνο όταν οι καταστροφικές βλάβες έχουν ήδη προχωρήσει
ΑΚΤΙΝΟΛΟΓΙΚΟΣ ΕΛΕΓΧΟΣ
Οι ακτινογραφίες δείχνουν χαρακτήρες μιας υποξείας αρθρίτιδος με απώλεια του μεσάρθριου διαστήματος, διάβρωση του οστού και περιαρθρική οστεοπόρωση. Στη Σπονδυλική Στήλη μπορεί να υπάρχει καταστροφή και καθίζηση των παρακείμενων σπονδυλικών σωμάτων με εξαφάνιση του μεσοσπονδύλιου διαστήματος.
ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΟΣ ΕΛΕΓΧΟΣ
Θετική εξέταση συγκόλλησης για βρουκέλλα (τίτλος πάνω από 1/80) είναι διαγνωστική. Η παρακέντηση της άρθρωσης ή η βιοψία, μπορεί να επιτρέπει να καλλιεργηθεί και να απομονωθεί ο μικροοργανισμός
ΔΙΑΓΝΩΣΗ
Η διάγνωση συνήθως καθυστερεί μέχρι να αποκλειστούν άλλα αίτια της υποξείας αρθρίτιδος. Η φυματίωση και η βρουκέλωση έχουν παρόμοια χαρακτηριστικά τόσο κλινικά όσο και ακτινολογικά. Η διάγνωση είναι συχνά δύσκολη και μπορεί να περιμένει κανείς μέχρι να βγουν τα αποτελέσματα της βιοψίας του υμένα και της δοκιμασίας συγκόλλησης καθώς και τα αποτελέσματα των μικροβιολογικών εξετάσεων
ΘΕΡΑΠΕΙΑ
Αντιβιοτικά. Η φλεγμονή συχνά ανταποκρίνεται σε συνδυασμό τετρακυκλίνης και στρεπτομυκίνης για 3-4 εβδομάδες.
Επέμβαση: ένα απόστημα θα χρειαστεί παροχέτευση, ενώ το νεκρό οστούν και ο χόνδρος θα πρέπει να αφαιρεθούν προσεκτικά. Αν καταστραφεί η άρθρωση τότε μπορεί να είναι απαραίτητο να γίνει αρθρόδεση ή ολική αρθροπλαστική μόλις ελεγχθεί η φλεγμονή
ΦΥΜΑΤΙΩΣΗ ΟΣΤΩΝ ΚΑΙ ΑΡΘΡΩΣΕΩΝ
Μια ειδική λοίμωξη των οστών και των αρθρώσεων η οποία σήμερα δεν είναι τόσο συχνή όσο παλαιότερα, είναι η προσβολή τους από τον βάκιλλο της φυματιώσεως. Η προσβολή είναι δευτεροπαθής και η διασπορά γίνεται αιματογενώς από μια ενεργό πρωτοπαθή εστία στους πνεύμονες. Πιο συχνά προσβάλλονται οι θωρακικοί και οσφυϊκοί σπόνδυλοι και η άρθρωση του ισχίου και του γόνατος. Η καταστροφή των ιστών από τη φυματίωση προκαλεί την τυροειδή νέκρωσή τους και το σχηματισμό μεγάλων αποστημάτων, που ονομάζονται ψυχρά αποστήματα.
Στους σπονδύλους τα αποστήματα εμφανίζουν τυπική παρασπονδυλική διαδρομή και επέκταση. Η εντόπιση της φυματιώσεως σε παρααρθρικά οστικά τμήματα του ισχίου ή του γόνατος προκαλεί επινέμηση στην αντίστοιχη άρθρωση και έτσι η φυματιώδης προσβολή εξελίσσεται ενδαρθρικά με τελικό αποτέλεσμα την πλήρη καταστροφή των αρθρικών επιφανειών, που καταλήγει σε αυτόματη αρθρόδεση
ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ
Είναι συνήθως συντηρητική με τη χορήγηση για μακρό χρονικό διάστημα (12-18 μήνες) των ειδικών αντιφυματικών φαρμάκων. Σε ορισμένες περιπτώσεις μπορεί να χρειασθεί χειρουργική παροχέτευση των αποστημάτων.
ΟΣΤΙΚΗ ΛΟΙΜΩΞΗ ΚΑΙ ΑΝΤΙΒΙΟΤΙΚΑ
Ο ανθρώπινος οργανισμός συμβιώνει με τους μικροοργανισμούς. Η επιδερμίδα και οι ανοικτές κοιλότητες του ανθρωπίνου σώματος είναι μόνιμα αποικισμένες με πληθώρα βακτηριδίων, χωρίς όμως να παραβλάπτεται η συνολική υγεία. Η παρασιτική συμβίωση μεταπίπτει σε παθολογική λοίμωξη, όταν επιδράσουν διάφοροι παράγοντες, που θα ανατρέψουν τις ισορροπίες και θα μετατρέψουν τους μικροοργανισμούς σε παθογόνους ή θα επιτρέψουν την είσοδο σε στελέχη, που βρίσκονται στο περιβάλλον.
Τα μικρόβια ως έμβιοι οργανισμοί διεκδικούν με κάθε τρόπο το δικαίωμα της ζωής, αξιοποιώντας κάθε ευκαιρία αναπτύξεως και πολλαπλασιασμού, αλλά και με την προσαρμογή τους στις συνθήκες περιβάλλοντος. Στο οικοσύστημα που είναι ενταγμένοι οι μικροοργανισμοί, δεν υπάρχουν κενά. Όταν προκύψουν κενά από την εξαφάνιση κάποιου είδους, τη θέση του θα καταλάβει κάποιο άλλο.
Η χορήγηση αντιβιοτικών στην αντιμετώπιση των λοιμώξεων χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή, ώστε να επιτευχθεί ο στόχος της επανόδου της διαταραγμένης ισορροπίας, χωρίς να δημιουργήσει κενά, που θα καταληφθούν από πλέον ανθεκτικά στελέχη. Έτσι η θεραπευτική προσέγγιση της οστικής λοίμωξης δεν μπορεί και δεν πρέπει να περιλαμβάνει μόνο τη χορήγηση αντιβιοτικών. Η επιλογή των αντιβιοτικών, η δοσολογία και η διάρκεια χορηγήσεως προσαρμόζονται σε σχήματα, που υποστηρίζουν την αμυντική προσπάθεια του οργανισμού και συνδυάζονται με τα λοιπά θεραπευτικά μέσα, που είναι η ενίσχυση του οργανισμού και οι χειρουργικοί καθαρισμοί.
Σε ότι αφορά τη χημειοπροφύλαξη, συνίσταται να χρησιμοποιούνται σχήματα με απλά, ευρέως φάσματος αντιβιοτικά, (κεφαλοσπορίνες πρώτης και δεύτερης γενεάς, συνδυασμός κοτριμοξαζόλης με φουσιδικό οξύ ή γλαβουλανικό οξύ) με σκοπό να ενισχύσουν την αμυντική ικανότητα του οργανισμού στην ώρα του χειρουργείου και στα δύο πρώτα μετεγχειρητικά 24ωρα. Παράταση πέραν των δύο – τριών ημερών δεν είναι σκόπιμη, αντίθετα είναι επικίνδυνη, για τη δημιουργία ανθεκτικών στελεχών.